πλέκτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλέκτρα οι πλέκτρες
      γενική της πλέκτρας των πλεκτρών
    αιτιατική την πλέκτρα τις πλέκτρες
     κλητική πλέκτρα πλέκτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλέκτρα < αρχαία ελληνική πλέκτρα[1] < πλέκω

Ουσιαστικό

πλέκτρα θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. πλέκτρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.