πλάστρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάστρο τα πλάστρα
      γενική του πλάστρου των πλάστρων
    αιτιατική το πλάστρο τα πλάστρα
     κλητική πλάστρο πλάστρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλάστρο < αγγλική plastron < αρχαία ελληνική ἔμπλαστρον

Ουσιαστικό

πλάστρο ουδέτερο

  1. (βιολογία) λεπτό στρώμα αέρος που καλύπτει μέρη του σώματος υδροβίων, κυρίως εντόμων, που τους επιτρέπει να παραμένουν μέσα στο νερό
  2. (ζωολογία) το υπό μορφή κεράτινης γέφυρας κάτω μέρος του κελύφους των χελωνών
    η κοιλιακή επιφάνεια του καβουκιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.