πλάστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλάστρο | τα | πλάστρα |
| γενική | του | πλάστρου | των | πλάστρων |
| αιτιατική | το | πλάστρο | τα | πλάστρα |
| κλητική | πλάστρο | πλάστρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλάστρο < αγγλική plastron < αρχαία ελληνική ἔμπλαστρον
Ουσιαστικό
πλάστρο ουδέτερο
- (βιολογία) λεπτό στρώμα αέρος που καλύπτει μέρη του σώματος υδροβίων, κυρίως εντόμων, που τους επιτρέπει να παραμένουν μέσα στο νερό
- (ζωολογία) το υπό μορφή κεράτινης γέφυρας κάτω μέρος του κελύφους των χελωνών
- η κοιλιακή επιφάνεια του καβουκιού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.