πισωγλέντης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πισωγλέντης | οι | πισωγλέντηδες |
| γενική | του | πισωγλέντη | των | πισωγλέντηδων |
| αιτιατική | τον | πισωγλέντη | τους | πισωγλέντηδες |
| κλητική | πισωγλέντη | πισωγλέντηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πισωγλέντης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.