πισινούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πισινούλης | οι | πισινούληδες |
| γενική | του | πισινούλη | των | πισινούληδων |
| αιτιατική | τον | πισινούλη | τους | πισινούληδες |
| κλητική | πισινούλη | πισινούληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πισινούλης < πισιν(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Συνώνυμα
- κωλαράκι (υποκοριστικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.