πιπεροδοχείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιπεροδοχείο | τα | πιπεροδοχεία |
| γενική | του | πιπεροδοχείου | των | πιπεροδοχείων |
| αιτιατική | το | πιπεροδοχείο | τα | πιπεροδοχεία |
| κλητική | πιπεροδοχείο | πιπεροδοχεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιπεροδοχείο < γαλλική πιπεροδοχείον < πιπέρι + -ο- + δοχεῖον
Μεταφράσεις
πιπεροδοχείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.