πιονιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πιονιέρης | οι | πιονιέρηδες |
| γενική | του | πιονιέρη | των | πιονιέρηδων |
| αιτιατική | τον | πιονιέρη | τους | πιονιέρηδες |
| κλητική | πιονιέρη | πιονιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πιονιέρης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.