πινακίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πινακίς | αἱ | πινακίδες | ||||
| γενική | τῆς | πινακίδος | τῶν | πινακίδων | ||||
| δοτική | τῇ | πινακίδῐ | ταῖς | πινακίσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | πινακίδᾰ | τὰς | πινακίδᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | πινακίς* | πινακίδες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πινακίδε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πινακίδοιν | ||||||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πινακίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πίναξ, πινακ- + -ίς
Πηγές
- πινακίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πινακίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.