πινακίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πινακίς αἱ πινακίδες
      γενική τῆς πινακίδος τῶν πινακίδων
      δοτική τῇ πινακίδ ταῖς πινακίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πινακίδ τὰς πινακίδᾰς
     κλητική ! πινακίς* πινακίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πινακίδε
γεν-δοτ τοῖν  πινακίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πινακίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πίναξ, πινακ- + -ίς

Ουσιαστικό

πινακίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πίναξ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.