πικροκυματούσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πικροκυματούσα | οι | πικροκυματούσες |
| γενική | της | πικροκυματούσας | των | πικροκυματούσων |
| αιτιατική | την | πικροκυματούσα | τις | πικροκυματούσες |
| κλητική | πικροκυματούσα | πικροκυματούσες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πικροκυματούσα θηλυκό
Μεταφράσεις
πικροκυματούσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.