πικετοφορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πικετοφορία | οι | πικετοφορίες |
| γενική | της | πικετοφορίας | των | πικετοφοριών |
| αιτιατική | την | πικετοφορία | τις | πικετοφορίες |
| κλητική | πικετοφορία | πικετοφορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πικετοφορία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πικετοφορία θηλυκό
- πολιτική ή άλλου είδους διαμαρτυρία ή πορεία στην οποία οι συμμετέχοντες κρατούν πλακάτ
Μεταφράσεις
πικετοφορία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.