πλακάτ
Νέα ελληνικά (el)

Διαμαρτυρία με πλακάτ
Ετυμολογία
- πλακάτ < (λόγιο δάνειο) γαλλική placard[1]
Ουσιαστικό
πλακάτ ουδέτερο άκλιτο
- πινακίδα που φέρει πολιτικό ή άλλου είδους σύνθημα και την κρατούν συμμετέχοντες σε διαδηλώσεις ή εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, συνήθως κατασκευασμένη από χαρτόνι και με ένα ξύλινο πηχάκι για λαβή
Μεταφράσεις
- πλακάτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.