πλακάτ

Νέα ελληνικά (el)

Διαμαρτυρία με πλακάτ

Ετυμολογία

πλακάτ < (λόγιο δάνειο) γαλλική placard[1]

Ουσιαστικό

πλακάτ ουδέτερο άκλιτο

  • πινακίδα που φέρει πολιτικό ή άλλου είδους σύνθημα και την κρατούν συμμετέχοντες σε διαδηλώσεις ή εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, συνήθως κατασκευασμένη από χαρτόνι και με ένα ξύλινο πηχάκι για λαβή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.