πιθηκίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιθηκίνα οι πιθηκίνες
      γενική της πιθηκίνας των πιθηκίνων
    αιτιατική την πιθηκίνα τις πιθηκίνες
     κλητική πιθηκίνα πιθηκίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιθηκίνα < πίθηκος + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

πιθηκίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.