πιθανότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πιθανότης αἱ πιθανότητες
      γενική τῆς πιθανότητος τῶν πιθανοτήτων
      δοτική τῇ πιθανότητ ταῖς πιθανότησ(ν)
    αιτιατική τὴν πιθανότητ τὰς πιθανότητᾰς
     κλητική ! πιθανότης πιθανότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πιθανότητε
γεν-δοτ τοῖν  πιθανοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πιθανότης < πιθανό(ς) + -της
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: πιθανότητα (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό

πιθανότης, -ητος θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.