πιθανοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πιθανοκρατία | οι | πιθανοκρατίες |
| γενική | της | πιθανοκρατίας | των | πιθανοκρατιών |
| αιτιατική | την | πιθανοκρατία | τις | πιθανοκρατίες |
| κλητική | πιθανοκρατία | πιθανοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πιθανοκρατία θηλυκό
- (φιλοσοφία) πιθανισμός ερμηνευμένος μέσω παλαιότερων φιλοσοφικών και θρησκευτικών ρευμάτων (όταν δεν είχε ολοκληρωθεί το φάσμα πιθανοθεωριών [συχνοτισμός, μπεϋζιανισμός κτλ.])
- απόλυτος πιθανισμός, η παντελής επικράτηση τις πιθανοτικότητας (συνήθως) σε κάθε τομέα
Συνώνυμα
- παλαιοπιθανισμός
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη πιθανός
Μεταφράσεις
πιθανοκρατία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.