πετρόλ

Νέα ελληνικά (el)

Βραδινή τουαλέτα σε πετρόλ χρώμα από τη σχεδιάστρια Sybil Connolly

Ετυμολογία

πετρόλ < γαλλική (bleu) pétrole < μεσαιωνική λατινική petroleum < λατινική petra (< αρχαία ελληνική πέτρα (αντιδάνειο)) + oleum (< αρχαία ελληνική ἔλαιον)

Επίθετο

πετρόλ άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.