πετροπέρδικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετροπέρδικα οι πετροπέρδικες
      γενική της πετροπέρδικας
    αιτιατική την πετροπέρδικα τις πετροπέρδικες
     κλητική πετροπέρδικα πετροπέρδικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετροπέρδικα < πετρο- + πέρδικα
Alectoris graeca. Aλεκτορίς η ελληνική ή πετροπέρδικα

Ουσιαστικό

πετροπέρδικα θηλυκό

  • (πτηνό) Αλεκτορίς η ελληνική (Alectoris graeca). Iδιαίτερο είδος πέρδικας, όπως και η νησιώτικη (Alectoris chucar), που τη συναντάμε σε υψόμετρο πάνω από 800 μέτρα, σε βραχώδεις περιοχές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.