πετρελαιόπισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρελαιόπισσα οι πετρελαιόπισσες
      γενική της πετρελαιόπισσας
    αιτιατική την πετρελαιόπισσα τις πετρελαιόπισσες
     κλητική πετρελαιόπισσα πετρελαιόπισσες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετρελαιόπισσα < πετρέλαιο + -ο- + πίσσα

Ουσιαστικό

πετρελαιόπισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πετρελαιόπισσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.