πετρελαιοκηλίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετρελαιοκηλίδα οι πετρελαιοκηλίδες
      γενική της πετρελαιοκηλίδας των πετρελαιοκηλίδων
    αιτιατική την πετρελαιοκηλίδα τις πετρελαιοκηλίδες
     κλητική πετρελαιοκηλίδα πετρελαιοκηλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετρελαιοκηλίδα < πετρέλαιο + -ο- + κηλίδα
Πετρελαιοκηλίδα στη Λουιζιάνα των ΗΠΑ.

Ουσιαστικό

πετρελαιοκηλίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.