πετεινά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πετεινά
      γενική των πετεινών
    αιτιατική τα πετεινά
     κλητική πετεινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πετεινά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πετεινά[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.tiˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πετεινά

Ουσιαστικό

πετεινά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα πτηνά, τα πουλιά (συναντάται μόνο στη φράση τα πετεινά του ουρανού)
      Κάντε λιγάκι υπομονή κι ο Πανάγαθος, που φροντίζει για τα πετεινά του ουρανού, δε θα ξέχάσει το ποίμνιό του! (Τάκης Αδάμος Ο όρκος του Μακρή [διήγημα])

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.