πεταλούδισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πεταλούδισμα | τα | πεταλουδίσματα |
| γενική | του | πεταλουδίσματος | των | πεταλουδισμάτων |
| αιτιατική | το | πεταλούδισμα | τα | πεταλουδίσματα |
| κλητική | πεταλούδισμα | πεταλουδίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεταλούδισμα < πεταλουδίζω + -μα
Μεταφράσεις
πεταλούδισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.