πεταλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πεταλισμός | οι | πεταλισμοί |
| γενική | του | πεταλισμού | των | πεταλισμών |
| αιτιατική | τον | πεταλισμό | τους | πεταλισμούς |
| κλητική | πεταλισμέ | πεταλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεταλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πεταλισμός αρσενικό
- έτσι ονομαζόταν στις Συρακούσες ο οστρακισμός, επειδή κατά τη διαδικασίας της ψηφοφορίας χρησιμοποιούσαν φύλλα ελιάς αντί για όστρακα
Μεταφράσεις
πεταλισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.