περπατηξιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περπατηξιά | οι | περπατηξιές |
| γενική | της | περπατηξιάς | των | περπατηξιών |
| αιτιατική | την | περπατηξιά | τις | περπατηξιές |
| κλητική | περπατηξιά | περπατηξιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περπατηξιά < μεσαιωνική ελληνική περπατησιά[1] < αρχαία ελληνική περιπατέω < περίπατος
Μεταφράσεις
περπατηξιά
|
- περπατησιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.