περιύβριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιύβριση οι περιυβρίσεις
      γενική της περιύβρισης* των περιυβρίσεων
    αιτιατική την περιύβριση τις περιυβρίσεις
     κλητική περιύβριση περιυβρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιυβρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιύβριση < περιυβρίζω + -ση

Ουσιαστικό

περιύβριση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.