αψηφώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αψηφώ < άψηφος

Ρήμα

αψηφώ

  1. δεν δίνω την ανάλογη σημασία σε έναν κίνδυνο ή μια απειλή ή σε κάτι δυσάρεστο, επειδή με παροτρύνει σε δράση ένα ισχυρότερο κίνητρο
    ρίχτηκε στη θάλασσα αψηφώντας τα κύματα για να σώσει το σκυλάκι που κινδύνευε
    αψήφησε τις διαταγές και τον πέρασαν από στρατοδικείο
    αψήφησαν το κρύο για να χαρούν τον αγώνα από τις κερκίδες κι όχι από τον καναπέ τους
  2. δεν δίνω σημασία σε κάτι, το αγνοώ ενώ είναι ή θεωρείται από κάποιους σπουδαίο, το περιφρονώ, το θεωρώ αμελητέο
    είναι τύπος που αψηφά το χρήμα
    ...μου φαίνεται σαν κρίμα που αψήφησε ένα πολύ σημαντικό μας συστατικό, εκεί μάλιστα που λέει πως «η Ρωμιοσύνη δεν είταν ποτέ της χριστιανική στα γερά, μήτε είναι ως τα τώρα»...Δεν είναι να πης μας έλειπε βάθος πίστης, παρά πως πήρε η πίστη μας αλλιώτικη χρωματιά. (Αργ. Εφταλιώτης, "Η ιστορία της Ρωμιοσύνης")

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.