περιοδία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | περιοδίᾱ | αἱ | περιοδίαι |
| γενική | τῆς | περιοδίᾱς | τῶν | περιοδιῶν |
| δοτική | τῇ | περιοδίᾳ | ταῖς | περιοδίαις |
| αιτιατική | τὴν | περιοδίᾱν | τὰς | περιοδίᾱς |
| κλητική ὦ! | περιοδίᾱ | περιοδίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιοδίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | περιοδίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- περιοδία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.