περιμάζωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιμάζωμα | τα | περιμαζώματα |
| γενική | του | περιμαζώματος | των | περιμαζωμάτων |
| αιτιατική | το | περιμάζωμα | τα | περιμαζώματα |
| κλητική | περιμάζωμα | περιμαζώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιμάζωμα < περιμαζώνω + -μα
Μεταφράσεις
περιμάζωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.