περγουλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περγουλιά οι περγουλιές
      γενική της περγουλιάς των περγουλιών
    αιτιατική την περγουλιά τις περγουλιές
     κλητική περγουλιά περγουλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περγουλιά < πέργουλα + -ιά < ιταλική pergola < λατινική pergula

Ουσιαστικό

περγουλιά θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.