περίπαρση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περίπαρση | οι | περιπάρσεις |
| γενική | της | περίπαρσης* | των | περιπάρσεων |
| αιτιατική | την | περίπαρση | τις | περιπάρσεις |
| κλητική | περίπαρση | περιπάρσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, περιπάρσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περίπαρση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
περίπαρση θηλυκό
- (ιατρική) μορφή απολίνωσης που εφαρμόζεται σε αιμορραγούντα αγγεία και κατά την οποία το ράμμα περνάει με βελόνα γύρω από το αγγείο διά μέσου των ιστών που το περιβάλλουν και στη συνέχεια σφίγγεται, δέσιμο αγγείου
Μεταφράσεις
περίπαρση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.