περίοικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | περίοικος | οι | περίοικοι |
| γενική | του | περιοίκου & περίοικου |
των | περιοίκων |
| αιτιατική | τον | περίοικο | τους | περιοίκους & περίοικους |
| κλητική | περίοικε | περίοικοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.