πεπονθώς

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πεπονθώς πεπονθυῖᾰ τὸ πεπονθός
      γενική τοῦ πεπονθότος τῆς πεπονθυίᾱς τοῦ πεπονθότος
      δοτική τῷ πεπονθότ τῇ πεπονθυίᾳ τῷ πεπονθότ
    αιτιατική τὸν πεπονθότ τὴν πεπονθυῖᾰν τὸ πεπονθός
     κλητική ! πεπονθώς πεπονθυῖᾰ πεπονθός
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πεπονθότες αἱ πεπονθυῖαι τὰ πεπονθότ
      γενική τῶν πεπονθότων τῶν πεπονθυιῶν τῶν πεπονθότων
      δοτική τοῖς πεπονθόσῐ(ν) ταῖς πεπονθυίαις τοῖς πεπονθόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πεπονθότᾰς τὰς πεπονθυίᾱς τὰ πεπονθότ
     κλητική ! πεπονθότες πεπονθυῖαι πεπονθότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πεπονθότε τὼ πεπονθυίᾱ τὼ πεπονθότε
      γεν-δοτ τοῖν πεπονθότοιν τοῖν πεπονθυίαιν τοῖν πεπονθότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

πεπονθώς, -υῖᾰ, -ός

Παράγωγα

  • πεπονθότως (επίρρημα)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.