πεντοζάλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεντοζάλης οι πεντοζάληδες
      γενική του πεντοζάλη των πεντοζάληδων
    αιτιατική τον πεντοζάλη τους πεντοζάληδες
     κλητική πεντοζάλη πεντοζάληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντοζάλης < πεντο- + ζάλ(ος) (κρητική λέξη για το «βήμα») + -ης[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /pen.doˈza.lis/

Επίθετο

πεντοζάλης αρσενικό

  • πεντοζάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πεντοζάλης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.