πεντηκοντάδραχμον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πεντηκοντάδραχμον τὰ πεντηκοντάδραχμ
      γενική τοῦ πεντηκονταδράχμου τῶν πεντηκονταδράχμων
      δοτική τῷ πεντηκονταδράχμ τοῖς πεντηκονταδράχμοις
    αιτιατική τὸ πεντηκοντάδραχμον τὰ πεντηκοντάδραχμ
     κλητική ! πεντηκοντάδραχμον πεντηκοντάδραχμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεντηκονταδράχμω
γεν-δοτ τοῖν  πεντηκονταδράχμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεντηκοντάδραχμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντηκοντάδραχμος

Ουσιαστικό

πεντηκοντάδραχμον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.