πεντηκοντάδραχμον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πεντηκοντάδραχμον | τὰ | πεντηκοντάδραχμᾰ |
| γενική | τοῦ | πεντηκονταδράχμου | τῶν | πεντηκονταδράχμων |
| δοτική | τῷ | πεντηκονταδράχμῳ | τοῖς | πεντηκονταδράχμοις |
| αιτιατική | τὸ | πεντηκοντάδραχμον | τὰ | πεντηκοντάδραχμᾰ |
| κλητική ὦ! | πεντηκοντάδραχμον | πεντηκοντάδραχμᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεντηκονταδράχμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πεντηκονταδράχμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεντηκοντάδραχμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντηκοντάδραχμος
Πηγές
- πεντηκοντάδραχμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.