πενθεριδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πενθεριδεύς | οἱ | πενθεριδεῖς | ||||
| γενική | τοῦ | πενθεριδέως | τῶν | πενθεριδέων | ||||
| δοτική | τῷ | πενθεριδεῖ | τοῖς | πενθεριδεῦσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | πενθεριδέᾱ | τοὺς | πενθεριδέᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | πενθεριδεῦ | πενθεριδεῖς | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πενθεριδεῖ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πενθεριδέοιν | ||||||
| Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πενθεριδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πενθερ(ός) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
πενθεριδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (οικογένεια) ο γαμπρός, ο σύζυγος της κόρης μου, της αδελφής μου
Συνώνυμα
- πενθερίδης (αργότερα)
Πηγές
- πενθεριδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.