πεζοδιάβαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεζοδιάβαση οι πεζοδιαβάσεις
      γενική της πεζοδιάβασης* των πεζοδιαβάσεων
    αιτιατική την πεζοδιάβαση τις πεζοδιαβάσεις
     κλητική πεζοδιάβαση πεζοδιαβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πεζοδιαβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεζοδιάβαση < πεζο- + διάβαση

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.zo.ðiˈa.va.si/ & /pe.zoˈði̯a.va.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεζοδιάβαση

Ουσιαστικό

πεζοδιάβαση θηλυκό

  • η διάβαση πεζών
      Οπως καταγγέλλουν οι κάτοικοι της περιοχής, κάθε χρόνο συμβαίνουν σοβαρά ατυχήματα στο συγκεκριμένο σημείο ελλείψει πεζοδιάβασης, καθώς ο δρόμος είναι ταχείας κυκλοφορίας και η ορατότητα περιορισμένη.
    Λιάλιος, Γιώργος (22 Μαΐου 2009), Διαδρομή θανάτου στο Λαύριο, Η Καθημερινή

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πεζοδιάβαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.