πατατούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατατούλα οι πατατούλες
      γενική της πατατούλας
    αιτιατική την πατατούλα τις πατατούλες
     κλητική πατατούλα πατατούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατατούλα < πατάτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

πατατούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.