πασόκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πασόκος οι πασόκοι
      γενική του πασόκου των πασόκων
    αιτιατική τον πασόκο τους πασόκους
     κλητική πασόκο πασόκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασόκος < ΠΑΣΟΚ + -ος

Ουσιαστικό

πασόκος αρσενικό

  • (προφορικό, πολιτική) πολιτικός οπαδός, υποστηρικτής, του ΠΑΣΟΚ

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.