πασοκοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πασοκοποίηση οι πασοκοποιήσεις
      γενική της πασοκοποίησης των πασοκοποιήσεων
    αιτιατική την πασοκοποίηση τις πασοκοποιήσεις
     κλητική πασοκοποίηση πασοκοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πασοκοποίηση (νεολογισμός) < ΠΑΣΟΚ + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό

πασοκοποίηση θηλυκό

  • (πολιτική)
    1. η μείωση της εκλογικής επιρροής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Δυτική Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 2010 και η ταυτόχρονη ανάδυση εθνικιστικών, αριστερών ή δεξιών λαϊκιστικών εναλλακτικών (όπως συνέβη στο ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα στις εκλογές του 2009)
    2. η αλλαγή του χαρακτήρα ενός κόμματος ώστε να θυμίζει το ΠΑΣΟΚ με την παρείσφρηση πασοκικών δυνάμεων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.