πασάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πασάρισμα | τα | πασαρίσματα |
| γενική | του | πασαρίσματος | των | πασαρισμάτων |
| αιτιατική | το | πασάρισμα | τα | πασαρίσματα |
| κλητική | πασάρισμα | πασαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈsa.ɾi.zma/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.