παρηγοριέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παρηγοριέμαι | παρηγοριόμουν(α) | θα παρηγοριέμαι | να παρηγοριέμαι | ||
| β' ενικ. | παρηγοριέσαι | παρηγοριόσουν(α) | θα παρηγοριέσαι | να παρηγοριέσαι | ||
| γ' ενικ. | παρηγοριέται | παρηγοριόταν(ε) | θα παρηγοριέται | να παρηγοριέται | ||
| α' πληθ. | παρηγοριόμαστε | παρηγοριόμαστε παρηγοριόμασταν |
θα παρηγοριόμαστε | να παρηγοριόμαστε | ||
| β' πληθ. | παρηγοριέστε | παρηγοριόσαστε παρηγοριόσασταν |
θα παρηγοριέστε | να παρηγοριέστε | παρηγοριέστε | |
| γ' πληθ. | παρηγοριούνται | παρηγοριόνταν(ε) παρηγοριούνταν παρηγοριόντουσαν |
θα παρηγοριούνται | να παρηγοριούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παρηγορήθηκα | θα παρηγορηθώ | να παρηγορηθώ | παρηγορηθεί | ||
| β' ενικ. | παρηγορήθηκες | θα παρηγορηθείς | να παρηγορηθείς | παρηγορήσου | ||
| γ' ενικ. | παρηγορήθηκε | θα παρηγορηθεί | να παρηγορηθεί | |||
| α' πληθ. | παρηγορηθήκαμε | θα παρηγορηθούμε | να παρηγορηθούμε | |||
| β' πληθ. | παρηγορηθήκατε | θα παρηγορηθείτε | να παρηγορηθείτε | παρηγορηθείτε | ||
| γ' πληθ. | παρηγορήθηκαν παρηγορηθήκαν(ε) |
θα παρηγορηθούν(ε) | να παρηγορηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω παρηγορηθεί | είχα παρηγορηθεί | θα έχω παρηγορηθεί | να έχω παρηγορηθεί | παρηγορημένος | |
| β' ενικ. | έχεις παρηγορηθεί | είχες παρηγορηθεί | θα έχεις παρηγορηθεί | να έχεις παρηγορηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει παρηγορηθεί | είχε παρηγορηθεί | θα έχει παρηγορηθεί | να έχει παρηγορηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε παρηγορηθεί | είχαμε παρηγορηθεί | θα έχουμε παρηγορηθεί | να έχουμε παρηγορηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε παρηγορηθεί | είχατε παρηγορηθεί | θα έχετε παρηγορηθεί | να έχετε παρηγορηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν παρηγορηθεί | είχαν παρηγορηθεί | θα έχουν παρηγορηθεί | να έχουν παρηγορηθεί | ||
Μεταφράσεις
παρηγοριέμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.