παρεξήγησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρεξήγησῐς αἱ παρεξηγήσεις
      γενική τῆς παρεξηγήσεως τῶν παρεξηγήσεων
      δοτική τῇ παρεξηγήσει ταῖς παρεξηγήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρεξήγησῐν τὰς παρεξηγήσεις
     κλητική ! παρεξήγησῐ παρεξηγήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεξηγήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρεξηγησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρεξήγησις (ελληνιστική κοινή) < παρεξηγέομαι / παρεξηγοῦμαι, παρεξηγη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + αρχαία ελληνική ἐξήγησις  δείτε  μεσαιωνική ελληνική ἐξηγῶ < ἐξ- + αρχαία ελληνική ἡγέομαι.

Ουσιαστικό

παρεξήγησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.