παρεγκεφαλίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παρεγκεφαλίς | αἱ | παρεγκεφαλίδες |
| γενική | τῆς | παρεγκεφαλίδος | τῶν | παρεγκεφαλίδων |
| δοτική | τῇ | παρεγκεφαλίδῐ | ταῖς | παρεγκεφαλίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | παρεγκεφαλίδᾰ | τὰς | παρεγκεφαλίδᾰς |
| κλητική ὦ! | παρεγκεφαλίς* | παρεγκεφαλίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρεγκεφαλίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρεγκεφαλίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρεγκεφαλίς < παρ- + ἐγκέφαλ(ος) + -ίς
Ουσιαστικό
παρεγκεφαλίς, -ίδος θηλυκό
- (ανατομία) η παρεγκεφαλίδα
- (falsa lectio:) ἐγκεφαλίς στον Γαληνό
Πηγές
- παρεγκεφαλίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.