παρασκευάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρασκευάστρια | οι | παρασκευάστριες |
| γενική | της | παρασκευάστριας | των | παρασκευαστριών |
| αιτιατική | την | παρασκευάστρια | τις | παρασκευάστριες |
| κλητική | παρασκευάστρια | παρασκευάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρασκευάστρια < παρασκευαστής + -τρια
Μεταφράσεις
παρασκευάστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.