ξεγλιστρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεγλιστρώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ξεγλιστρώ

  1. ξεφεύγω, αποδρώ χωρίς να γίνω αντιληπτός
  2. απαλλάσσω τον εαυτό μου με έντεχνο τρόπο από κάτι/ κάποιον που με πιέζει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.