παρανόησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρανόησῐς αἱ παρανοήσεις
      γενική τῆς παρανοήσεως τῶν παρανοήσεων
      δοτική τῇ παρανοήσει ταῖς παρανοήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρανόησῐν τὰς παρανοήσεις
     κλητική ! παρανόησῐ παρανοήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρανοήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρανοησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρανόησις < παρανοέω / παρανοῶ, παρανοη- + -σις (-ησις)

Ουσιαστικό

παρανόησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις παρανοέω, παρά και νόησις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.