παρανοήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρανοήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρανοώ
  2. θα παρανοήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρανοώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παρανοήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παρανόηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.