παραμυθόδραμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραμυθόδραμα | τα | παραμυθοδράματα |
| γενική | του | παραμυθοδράματος | των | παραμυθοδραμάτων |
| αιτιατική | το | παραμυθόδραμα | τα | παραμυθοδράματα |
| κλητική | παραμυθόδραμα | παραμυθοδράματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραμυθόδραμα < παραμύθι + -ό- + δράμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Märchenspiel
Ουσιαστικό
παραμυθόδραμα αρσενικό
- (λογοτεχνία) είδος διηγήματος
- (θέατρο) είδος θεατρικού έργου
Μεταφράσεις
παραμυθόδραμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.