παραμυθόδραμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραμυθόδραμα τα παραμυθοδράματα
      γενική του παραμυθοδράματος των παραμυθοδραμάτων
    αιτιατική το παραμυθόδραμα τα παραμυθοδράματα
     κλητική παραμυθόδραμα παραμυθοδράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραμυθόδραμα < παραμύθι + -ό- + δράμα, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Märchenspiel

Ουσιαστικό

παραμυθόδραμα αρσενικό

  1. (λογοτεχνία) είδος διηγήματος
  2. (θέατρο) είδος θεατρικού έργου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.