παραμυθολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραμυθολόγιο τα παραμυθολόγια
      γενική του παραμυθολόγιου
& παραμυθολογίου
των παραμυθολόγιων
& παραμυθολογίων
    αιτιατική το παραμυθολόγιο τα παραμυθολόγια
     κλητική παραμυθολόγιο παραμυθολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραμυθολόγιο < παραμυθ(ι) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό

παραμυθολόγιο ουδέτερο

  1. κατάλογος με παραμύθια
      H λογοτεχνική μετουσίωση έργων από το ελληνικό λαϊκό παραμυθολόγιο σε ακραιφνώς παιδικά αναγνώσματα (Διασκευές ελληνικών λαϊκών παραμυθιών για παιδιά: μελέτη περιπτώσεων, Δανάη Σουλιώτη, 2018)
  2. βιβλίο με παραμύθια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.