παραμέλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παραμέλημα | τα | παραμελήματα |
| γενική | του | παραμελήματος | των | παραμελημάτων |
| αιτιατική | το | παραμέλημα | τα | παραμελήματα |
| κλητική | παραμέλημα | παραμελήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
παραμέλημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.