παρακράτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρακράτος | τα | παρακράτη |
| γενική | του | παρακράτους | των | παρακρατών |
| αιτιατική | το | παρακράτος | τα | παρακράτη |
| κλητική | παρακράτος | παρακράτη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παρακράτος ουδέτερο
Μεταφράσεις
παρακράτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.