παραδέρνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
παραδέρνω
- ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποφέρω, φθείρομαι αδιάκοπα, δυσκολεύομαι με κάτι, κλυδωνίζομαι
- παραδέρνω με την εξίσωση
- και για πλεούμενο χτυπημένο από τα κύματα
- το καΐκι παράδερνε για ώρες πριν βουλιάξει
- δέρνω υπερβολικά/πάρα πολύ
- παραδέρνω το χταπόδι, αλλιώς θα είναι δυσμάσητο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.