παραγέμισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραγέμισμα τα παραγεμίσματα
      γενική του παραγεμίσματος των παραγεμισμάτων
    αιτιατική το παραγέμισμα τα παραγεμίσματα
     κλητική παραγέμισμα παραγεμίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραγέμισμα < παραγεμίζω + -μα

Ουσιαστικό

παραγέμισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του παραγεμίζω
  2. το υπερβολικό γέμισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.